- επανοιδεω
- ἐπανοιδέωἐπ-ανοιδέω1) вздуваться, набухать
(ἥ σάρξ ἐπανοιδεῖ Arst.)
2) распухать(τὰ ἕλκη ἐπανοιδοῦσι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ σάρξ ἐπανοιδεῖ Arst.)
(τὰ ἕλκη ἐπανοιδοῦσι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επανοιδέω — ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α) (με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek